- προαποπνιγόμενον
- προαποπνῑγόμενον , πρό-ἀποπνίγωchokepres part mp masc acc sgπροαποπνῑγόμενον , πρό-ἀποπνίγωchokepres part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προαποπνίγομαι — Α πνίγομαι προηγουμένως («εἴγε ὁρᾱν μέλλω τὸν ἐχθρὸν μου προαποπνιγόμενον», Αίσωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποπνίγω «πνίγω, στραγγαλίζω»] … Dictionary of Greek